- υποδεδιώς
- ὁ, Ακωμική ονομασία πουλιού στον Αριστοφάνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δεδιώς «φοβισμένος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποδεδιώς — ὑποδεδιώ̆ς , ὑποδεδιώς masc acc pl (attic epic ionic) ὑποδεδιώ̆ς , ὑποδεδιώς masc nom sg (attic epic ionic) ὑποδείδω shrink in fear under perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)